Η Χρυσή Αυγή στο πλευρό των χαλυβουργών” ή το ΠΑΜΕ στο πλευρό της Χρυσής Αυγής;
(ή οι χαλυβουργοί “μαζί” με τους χαλυβδόκρανους)
Η επίθεση που έκανε με ανακοίνωσή της η Χρυσή Αυγή πριν από μερικές εβδομάδες στους απεργούς της Χαλυβουργίας δεν ξάφνιασε μάλλον κανέναν μέσα στην αριστερά. Ήταν μια κίνηση απολύτως συμβατή με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η αριστερά το ρόλο του φασισμού και την πολιτική των φασιστικών οργανώσεων. Η ανακοίνωση της Χρυσής Αυγής, “αποκάλυπτε” αυτόν το ρόλο και αυτή την πολιτική.
Η προχθεσινή όμως επίσκεψη “συμπαράστασης” της Χρυσής Αυγής στους απεργούς της Χαλυβουργίας ήταν ένα σοκ για όλη την αριστερά και για όλο το εργατικό κίνημα. Ακόμα πιο σοκαριστικό ήταν ή “θερμή” υποδοχή της Χρυσής Αυγής από το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου της Χαλυβουργίας και το καλωσόρισμα της από τον πρόεδρο του σωματείου. Εκτός όμως από το σοκ, έχουν προκύψει επίσης και μερικά κρίσιμα ερωτηματικά: Γιατί το ΔΣ του σωματείου καλωσόρισε την Χρυσή Αυγή; Γνώριζε το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ ότι θα γίνει αυτή η επίσκεψη; και αν το γνώριζαν γιατί έδωσαν το πράσινο φως; ας προσπαθήσουμε α σκεφτούμε τις πιο λογικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Είναι εντελώς απίθανο να αποφάσισε η Χρυσή Αυγή να στείλει μια μικρή ομάδα στελεχών της σε μία εργατική κινητοποίηση και σε ένα εργασιακό χώρο όπου κυριαρχεί η αριστερά, χωρίς πρώτα να έχει εξασφαλίσει, ότι εάν εμφανιστούν εκεί, δεν θα τους λιντσάρουν οι εργάτες (ως όφειλαν, άλλωστε, να κάνουν). Άρα λοιπόν προηγήθηκε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Χρυσής Αυγής και σωματείου και η διαβεβαίωση του σωματείου, ότι οι φασίστες δεν θα διατρέξουν κίνδυνο, εάν εμφανιστούν στη Χαλυβουργία.
Είναι επίσης εντελώς απίθανο, το σωματείο το οποίο ελέγχεται από το ΠΑΜΕ, να πήρε αυτή την πολύ σοβαρή πολιτική απόφαση μόνο του, χωρίς να συμβουλευτεί το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ – εκτός κι αν το Διοικητικό Συμβούλιο δεν επικοινωνεί με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα και δεν ξέρει τι είναι η Χρυσή Αυγή. Όμως ακόμα και στην περίπτωση που το ΔΣ ζούσε στον Άρη, οι 110 μέρες απεργίας το έχει αναγκάσει να προσγειωθεί στην βίαιη πραγματικότητα της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και ως εκ τούτου να μάθει τι είναι η Χρυσή Αυγή. Άρα λοιπόν λογικό είναι, το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου να ζήτησε τη γνώμη του ΠΑΜΕ, το οποίο έδωσε την έγκριση να επισκεφτεί η πιο ακραία φασιστική οργάνωση της χώρας τους απεργούς της Χαλυβουργίας.
Γιατί όμως να συνέβησαν όλα αυτά (τα οποία βεβαίως είναι ισχυρές πιθανότητες και όχι βεβαιότητες); Ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τους πιθανούς λόγους που μπορεί να είχε ο καθένας από αυτούς τους πρωταγωνιστές αυτής της αξιοθρήνητης συμπαιγνίας.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου (το οποίο, επαναλαμβάνουμε, ελέγχεται από το ΠΑΜΕ) η επίσκεψη της Χρυσής Αυγής, ίσως και να εκτιμήθηκε ως μία δυνατότητα εξάπλωσης της αλληλεγγύης (δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα επίπεδα των αντιληπτικών ικανοτήτων των μελών του σωματείου). Ίσως σκέφτηκαν: “αφού ακόμα και οι φασίστες μας υποστηρίζουν, αυτό σημαίνει ότι ο αγώνας μας τυγχάνει ευρείας υποστήριξης, η οποία υπερβαίνει τα πλαίσια της αριστεράς”. Αυτό είπε εξάλλου ο πρόεδρος του σωματείου στην ευχαριστήρια τοποθέτηση (τι εξευτελισμός! Ο πρόεδρος του σωματείου της πιο σημαντικής απεργίας στην Ελλάδα, να γλείφει ένα φασίστα…). Οι άνθρωποι αυτοί, πρόεδροι και γραμματείς των σωματείων που ελέγχει το ΠΑΜΕ, έχουν για χρόνια εκπαιδευτεί να σκέφτονται την ταξική πάλη μέσα από το πρίσμα της χυδαίας αστικής κοινοβουλευτικής λογικής: όσες περισσότερες ψήφους πάρει το κόμμα, τόσο περισσότερο θα μεγαλώσει η δύναμή του μέσα στη βουλή και θα βοηθήσει την εργατική τάξη. Έτσι, η ψήφος του κάθε αγωνιστή και της κάθε αγωνίστριας εξισώνεται με την ψήφο του κάθε ηλίθιου εθνικιστή και ρατσιστή ο οποίος ζητάει να πυροβολεί η αστυνομία τους νέους και τις νέες “που τα σπάνε”. Στο επίπεδο της απεργιακής κινητοποίησης και της συμπαράστασης, η “βοήθεια” της Χρυσής Αυγής είναι απλώς ένα στοιχείο που προστίθεται σε μία σειρά στοιχείων τα οποία εμφανίζονται ως όμοια. Τι κάνουν οι επιτροπές αλληλεγγύης και τα σωματεία, που συμπαραστέκονται στην απεργία των Χαλυβουργών; συνήθως μαζεύουν τρόφιμα για τους απεργούς (γάλατα κτλ). Τι έκανε η Χρυσή Αυγή; πήγε λίγα κουτιά γάλα στους απεργούς. “Έ και για πέντε κουτιά γάλα, αξίζει να το κάνουμε τόσο θέμα;” θα μπορούσε να μας πει ο πρόεδρος του σωματείου. Όταν όμως η συνδικαλιστική ηγεσία ενός εργατικού σωματείου δέχεται να την εξευτελίσουν οι φασίστες για πέντε κουτιά γάλα, τότε υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα…
Στην πραγματικότητα όμως, ασχέτως από τις ικανότητες πολιτικής αντίληψης της συνδικαλιστικής ηγεσίας, η απόφαση να επιτραπεί στη Χρυσή Αυγή να επισκεφτεί τους απεργούς, δεν μπορεί να πάρθηκε από το το ίδιο το ΔΣ του σωματείου, αλλά από το ΠΑΜΕ (και το ΚΚΕ). Ήταν λοιπόν μια πολιτική απόφαση, η οποία λογοδοτεί σε πολιτικές σκοπιμότητες που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση του αγώνα των χαλυβουργών. Κι απ’ αυτή την άποψη δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει (εναλλακτικά ή ταυτόχρονα) αυτή η απόφαση:
Γύρω από την απεργία των χαλυβουργών έχει συγκροτηθεί ένα πανελλαδικό αλλά και διεθνές δίκτυο εργατικής αλληλεγγύης, από τα μεγαλύτερα και από τα πιο δυναμικά που έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια. Αυτό το δίκτυο αλληλεγγύης έχει τονώσει το σθένος των απεργών και έχει συμβάλει στη συνέχιση της απεργίας. Η αλληλεγγύη γι’ αυτό τον αγώνα έχει διαλύσει τα φράγματα σεχταρισμού και απομονωτισμού που για δεκαετίες έχει στήσει το ΚΚΕ γύρω από τους εργατικούς χώρους που ελέγχει. Μέσα στις συνθήκες έντονης ταξικής πόλωσης που επικρατούν στη χώρα και καθώς οι ίδιο οι χαλυβουργοί κατανοούν ότι ο αγώνας που δίνουν είναι πολύ σκληρός, τα φράγματα του ΠΑΜΕ διαλύθηκαν. Οι χαλυβουργοί κατανοούσαν ότι για να νικήσουν, ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν τη συμπαράσταση που τους πρόσφερε από την πρώτη στιγμή ολόκληρο το κίνημα και άρχισαν να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης που οργάνωνε ο κόσμος του κινήματος. Επίσης άρχισαν να σκέφτονται, ότι το υπόλοιπο κίνημα δεν αποτελείται από πράκτορες, προβοκάτορες, ξεπουλημένους κτλ, και άρχισαν να εκτιμάνε τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που στήνουν αυτά τα δίκτυα αλληλεγγύης (αριστερούς, ακροαριστερούς, αναρχικούς και “απλό” κόσμο της εργατικής τάξης που δεν ανήκει στο ΠΑΜΕ). Ταυτόχρονα, αυτό άρχισε να γίνεται αντιληπτό από ολόκληρη τη βάση του ΠΑΜΕ και να αναδεικνύεται το ερώτημα, ότι “αν όλος αυτός ο κόσμος μπορεί να κινητοποιηθεί σε τόση έκταση για να στηρίξει την απεργία των χαλυβουργών, τότε γιατί να μην μπορούμε να συνεργαζόμαστε μαζί του στο κίνημα;” Ο τρόπος με τον οποίο το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτά τα ερωτήματα, ήταν η συκοφάντηση των σωματείων και των οργανώσεων που στήριζαν την απεργία των χαλυβουργών. Αναφέρουμε ενδεικτικά, τη συκοφαντία του ΠΑΜΕ εναντίον των Παρεμβάσεων της Α΄ ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής1 και την προσπάθεια ταύτισης της Κόντρα με… τη Χρυσή Αυγή2. Όμως η λασπολογία του Ριζοσπάστη δεν μπορούσε να αποτρέψει ούτε το εργατικό κίνημα να στηρίζει τους χαλυβουργούς, αλλά ούτε και τους χαλυβουργούς να δέχονται αυτή τη στήριξη. Και κυρίως δεν μπορούσε να παρακάμψει το ερώτημα για την ενότητα του εργατικού κινήματος, που θέτει η βάση του ΠΑΜΕ στο ΚΚΕ (εξάλλου οι αναγνώστες τουΡιζοσπάστη έχουν συνηθίσει να πιστεύουν τις μισές, το πολύ, από τις καταγγελίες που εξαπολύει η εφημερίδα τους εναντίον των οργανώσεων του εργατικού κινήματος).
Η απόφαση του ΠΑΜΕ να επιτρέψει στην Χρυσή Αυγή να επισκεφτεί τους απεργούς, αποτελεί μια προσπάθεια να απαντηθεί η απαίτηση για ενότητα που διατυπώνεται από τους εργάτες που είναι μέλη ή επηρεάζονται από το ΠΑΜΕ. Με την απόφαση αυτή το ΠΑΜΕ (και το ΚΚΕ) επιχειρεί να δώσει την εξής απάντηση, σε όσους και όσες από τον κόσμο του επικαλούνται την αλληλεγγύη στους χαλυβουργούς, για να ζητήσουν ενότητα με τις άλλες δυνάμεις του κινήματος: “ζητάτε ενότητα δράσης με αυτούς που στηρίζουν την απεργία των χαλυβουργών, αλλά και η Χρυσή Αυγή στηρίζει αυτή την απεργία. Μήπως λοιπόν ζητάτε ενότητα και με τη Χρυσή Αυγή; Αφού οι υπόλοιποι δεν κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε και η Χρυσή Αυγή”.
Αυτή όμως η απόφαση του ΠΑΜΕ/ΚΚΕ δεν απευθύνεται μόνο στο δικό του κόσμο, αλλά και σε όλον αυτόν τον κόσμο που κινήθηκε με υποδειγματικό τρόπο για να οργανώσει την αλληλεγγύη στην απεργία των χαλυβουργών. Προσπάθησε να τους προσβάλει, εξισώνοντάς τους με τη Χρυσή Αυγή να τους δείξει ότι εάν επιμένουν να στηρίζουν τους χαλυβουργούς και να τους επισκέπτονται, θα βρίσκονται στον ίδιο χώρο με την Χρυσή Αυγή, θα μοιράζουν μαζί γάλατα και σοκοφρέτες, θα αναγκαστούν να μπουν στο ίδιο κάδρο μιας φωτογραφίας, στην οποία σε πρώτο πλάνο θα φαίνεται ο Χρυσαυγίτης δίπλα στον πρόεδρο του σωματείου (αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ το ΔΣ του σωματείου υποδέχτηκε θερμά την Χρυσή Αυγή, δίνοντάς της το δικαίωμα να απευθυνθεί στους απεργούς, έχει συστηματικά απαγορεύσει σε μέλη αριστερών ή ακροαριστερών οργανώσεων να μιλήσουν στους χαλυβουργούς). Η έκταση της συμπαράστασης και της αλληλεγγύης έχει γίνει εμπόδιο για τους χειρισμούς του ΠΑΜΕ και θέλει να την περιορίσει ή και να τη σταματήσει. Η απεργία έχει τραβήξει πολύ και η νίκη εξαρτάται από την κλιμάκωσή του αγώνα, την οποία κλιμάκωση το ΠΑΜΕ δεν έχει την ικανότητα να την αναλάβει μόνο του. Για να κλιμακωθεί αυτός ο αγώνας χρειάζεται συντονισμός και ενότητα και με άλλα εργατικά σωματεία και οργανώσεις που δεν ελέγχονται από το ΠΑΜΕ. Το ΠΑΜΕ δεν ξέρει πως μπορεί να συνεχιστεί η απεργία και γι’ αυτό ψάχνει τρόπους να την κλείσει. Αλλά δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και τις πιέσεις που δέχεται το ΠΑΜΕ από την αστική τάξη, για να συνετιστεί και να σταματήσει μια απεργία που μέσα σε συνθήκες ανάκαμψης του εργατικού κινήματος (η εξεγερσιακή κινητοποίηση της 12 Φλεβάρη), μπορεί να αποκτήσει μια νέα, πολύ πιο μαχητική δυναμική. Για να καταφέρει όμως το ΠΑΜΕ να κλείσει αυτή την απεργία, θα πρέπει να εμποδίσει την αλληλεγγύη που εκδηλώνεται, να την οδηγήσει στην απομόνωση, για να μπορεί να ισχυριστεί απέναντι στους χαλυβουργούς: “είμαστε μόνοι μας, δεν μας υποστηρίζει κανένας, δεν μπορούμε να κρατήσουμε περισσότερο, οι συνθήκες δεν είναι ακόμα κατάλληλες για μεγάλες μάχες” (αυτό είναι το επιχείρημα με το οποίο το ΚΚΕ κρατάει την εργατική του βάση μακρυά από τις εργατικές μάχες που δίνονται τα τελευταία χρόνια).
Το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ επέτρεψε στη Χρυσή Αυγή να επισκεφτεί τους απεργούς, για να δημιουργήσει σύγχυση και απογοήτευση στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που κινητοποιούνται και στηρίζουν την απεργία των χαλυβουργών. Ξέρει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των αλληλέγγυων θεωρεί ότι ο φασισμός είναι ένας κίνδυνος που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα (σε αντίθεση με το ΚΚΕ που πιστεύει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τις άλλες οργανώσεις του κινήματος). Αυτό που επιχείρησε να κάνει λοιπόν, ήταν να προκαλέσει την οργή αυτού του κόσμου, πιστεύοντας ότι θα προκληθεί μια συναισθηματική αντίδραση (κυρίως από την νεολαία που στηρίζει τους απεργούς), που θα αδρανοποιήσει τις δράσεις αλληλεγγύης. Πολύ απλά, προσπάθησε να δημιουργήσει μια εικόνα “καλών σχέσεων” των απεργών με τη Χρυσή Αυγή, έτσι ώστε, στα μάτια των αλληλέγγυων, να ταυτιστούν οι απεργοί με τη Χρυσή Αυγή. Το ΠΑΜΕ πριν επιχειρήσει να κλείσει την απεργία, προσπαθεί να τη βρομίσει.
Η βρομιά της Χρυσής Αυγής που πέταξε το ΠΑΜΕ και το ΔΣ του σωματείου στο πρόσωπο των απεργών, δεν μπορεί να λασπώσει τον ηρωικό τους αγώνα, ούτε να αναιρέσει τη σπουδαιότητα αυτής της απεργίας, την οποία θα πρέπει να στηρίξουμε όλοι και όλες μας για να νικήσει. Ως εκ τούτου οι δράσεις αλληλεγγύης θα πρέπει να ενταθούν, σαν απάντηση στη χυδαιότητα που διέπραξε το ΠΑΜΕ και η συνδικαλιστική ηγεσία των χαλυβουργών. Η απεργία των χαλυβουργών πρέπει να νικήσει και πρέπει να συμβάλουμε όλοι και όλες γι’ αυτό. Όμως, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια απέναντι στον τρόπο με τον οποίο το ΔΣ του σωματείου και το ΠΑΜΕ διαχειρίζονται την απεργία. Γιατί αν μέχρι σήμερα το ΔΣ του σωματείου φαινόταν ανίκανο να οργανώσει και να καθοδηγήσει αυτόν τον αγώνα μέχρι την νίκη, μετά τον αυτοεξευτελισμό του απέναντι στη Χρυσή Αυγή, αποδεικνύεται και επικίνδυνο. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να πούμε τη γνώμη μας στους απεργούς της χαλυβουργίας: μία από τις προϋποθέσεις για την νίκη της απεργίας είναι να απαλλαγείτε από αυτή τη συνδικαλιστική ηγεσία και να συγκροτήσετε μία απεργιακή επιτροπή που θα την ελέγχετε άμεσα και καθημερινά. Φυσικά είναι δύσκολο “να αλλάζει κανείς άλογο καθώς διασχίζει ένα ποτάμι”, αλλά δυστυχώς, αν το άλογο έχει ψοφήσει στη μέση του ποταμού, θα πρέπει κανείς να το εγκαταλείψει, έστω κι αν χρειαστεί να κολυμπήσει για να φτάσει στην όχθη. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος, το σάπιο κουφάρι να μεταδώσει τη σαπίλα του και στο υγιές σώμα.
Aformi, 19 Φεβρουαρίου 2012 http://www.aformi.gr/2012/02/%CE%B7-%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CE%AE-%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8C-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%87%CE%B1%CE%BB%CF%85%CE%B2%CE%BF%CF%85%CF%81/